Ελάττωση σωματικού βάρους κατά 10% σε παχύσαρκα άτομα ελαττώνει τον κίνδυνο εμφάνισης σακχαρώδους διαβήτη τύπου 2 κατά 80%. Σε παχύσαρκους με παράγοντες κινδύνου, φάρμακα και χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας μπορεί να ελαττώσουν περαιτέρω τον κίνδυνο εμφάνισης του διαβήτη. Όλοι οι ασθενείς με παχυσαρκία και διαβήτη τύπου 2 πρέπει να ελαττώσουν το σωματικό τους βάρος κατά 5-15%. Όσοι ασθενείς δεν καταφέρνουν να ελαττώσουν το βάρος τους με αλλαγή του τρόπου ζωής και φάρμακα που βοηθούν στην ελάττωση του σωματικού βάρους μπορεί να οφεληθούν από τη χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Όλοι οι παχύσαρκοι ασθενείς με δυσλιπιδαιμία πρέπει να στοχεύουν στην ελάττωση του σωματικού τους βάρος κατά 5-15%. Η ελάττωση του σωματικού βάρους κατά 5-10% συμβάλλει στην ελάττωση των επιπέδων τριγλυκεριδίων και της LDL κατά 20% και 15% αντίστοιχα και στην αύξηση των επιπέδων της HDL κατά 8-10%. Ακόμα και αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι ελάττωσης των επιπέδων των λιπιδίων, η ελάττωση του σωματικού βάρους θα βοηθήσει στη χορήγηση των μικρότερων δυνατών δόσεων φαρμάκων για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας.
Η ελάττωση σωματικού βάρους κατά 4kgr στους παχύσαρκους, υπερτασικούς ασθενείς σχετίζεται με ελάττωση της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πιέσεως κατά μέσο όρο 4,5 και 3,2mmHg, αντίστοιχα.
Λόγω της ιδιαιτερότητας του σχεδιασμού των μελετών, είναι δύσκολο να αποδειχθεί όφελος μετά ελάττωση σωματικού βάρους στη μεμονωμένη πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου ή της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, αν και φαίνεται ότι η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας βελτιώνει τη λειτουργία του μυοκραδίου και τα συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας βραχυπρόθεσμα. Η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας μπορεί να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελάττωσης του σωματικού βάρους και αυτό μπορεί να ελαττώσει την καρδιαγγειακή θνησιμότητα.
Παχύσαρκοι ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη ηπατική νόσο πρέπει να στοχεύουν σε ελάττωση του σωματικού βάρους κατά 4-10%. Μεγαλύτερη αύξηση σχετίζεται γραμμικά με τη βελτίωση της στεατο-ηπάτωσης. Μεγαλύτερη ελάττωση σωματικού βάρους απαιτείται για την ελάττωση της φλεγμονής του ήπατος και της ίνωσης.
Παχύσαρκες ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών οφελούνται με ελάττωση του σωματικού τους βάρους κατά 5-15%, λόγω βελτίωσης της υπερανδρογοναιμίας, της αραιομηνόρροιας, της αντίστασης στην ινσουλίνη και της συνυπάρχουσας δυσλιπιδαιμίας. Οι ασθενείς αυτές μπορεί να οφεληθούν περισσότερο με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής (ορλιστάτη, μετφορμίνη, λιραγλουτίδη) ή επί ενδείξεων με χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Απώλεια σωματικού βάρους μεγαλύτερη από 10% αυξάνει την πιθανότητα σύλληψης σε παχύσαρκες γυναίκες με υπογονιμότητα και αυξάνει τη συγκέντρωση της τεστοστερόνης σε υπογοναδικούς άνδρες (η αύξηση είναι μεγαλύτερη σε πιο νέους και πιο παχύσαρκους ασθενείς).
Παχύσαρκοι ασθενείς με υπνική άπνοια, άσθμα, οστεοαρθρίτιδα, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση οφελούνται με ελάττωση του σωματικού τους βάρους κατά 7-11%, 7-8%, ≥10%, ≥10%, αντίστοιχα.
Όλοι οι παχύσαρκοι ασθενείς με δυσλιπιδαιμία πρέπει να στοχεύουν στην ελάττωση του σωματικού τους βάρος κατά 5-15%. Η ελάττωση του σωματικού βάρους κατά 5-10% συμβάλλει στην ελάττωση των επιπέδων τριγλυκεριδίων και της LDL κατά 20% και 15% αντίστοιχα και στην αύξηση των επιπέδων της HDL κατά 8-10%. Ακόμα και αν δεν επιτευχθούν οι στόχοι ελάττωσης των επιπέδων των λιπιδίων, η ελάττωση του σωματικού βάρους θα βοηθήσει στη χορήγηση των μικρότερων δυνατών δόσεων φαρμάκων για την αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας.
Η ελάττωση σωματικού βάρους κατά 4kgr στους παχύσαρκους, υπερτασικούς ασθενείς σχετίζεται με ελάττωση της συστολικής και διαστολικής αρτηριακής πιέσεως κατά μέσο όρο 4,5 και 3,2mmHg, αντίστοιχα.
Λόγω της ιδιαιτερότητας του σχεδιασμού των μελετών, είναι δύσκολο να αποδειχθεί όφελος μετά ελάττωση σωματικού βάρους στη μεμονωμένη πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου ή της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας, αν και φαίνεται ότι η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας βελτιώνει τη λειτουργία του μυοκραδίου και τα συμπτώματα της συμφορητικής καρδιακής ανεπάρκειας βραχυπρόθεσμα. Η χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας μπορεί να πετύχει μεγαλύτερο βαθμό ελάττωσης του σωματικού βάρους και αυτό μπορεί να ελαττώσει την καρδιαγγειακή θνησιμότητα.
Παχύσαρκοι ασθενείς με μη αλκοολική λιπώδη ηπατική νόσο πρέπει να στοχεύουν σε ελάττωση του σωματικού βάρους κατά 4-10%. Μεγαλύτερη αύξηση σχετίζεται γραμμικά με τη βελτίωση της στεατο-ηπάτωσης. Μεγαλύτερη ελάττωση σωματικού βάρους απαιτείται για την ελάττωση της φλεγμονής του ήπατος και της ίνωσης.
Παχύσαρκες ασθενείς με σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών οφελούνται με ελάττωση του σωματικού τους βάρους κατά 5-15%, λόγω βελτίωσης της υπερανδρογοναιμίας, της αραιομηνόρροιας, της αντίστασης στην ινσουλίνη και της συνυπάρχουσας δυσλιπιδαιμίας. Οι ασθενείς αυτές μπορεί να οφεληθούν περισσότερο με τη χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής (ορλιστάτη, μετφορμίνη, λιραγλουτίδη) ή επί ενδείξεων με χειρουργική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Απώλεια σωματικού βάρους μεγαλύτερη από 10% αυξάνει την πιθανότητα σύλληψης σε παχύσαρκες γυναίκες με υπογονιμότητα και αυξάνει τη συγκέντρωση της τεστοστερόνης σε υπογοναδικούς άνδρες (η αύξηση είναι μεγαλύτερη σε πιο νέους και πιο παχύσαρκους ασθενείς).
Παχύσαρκοι ασθενείς με υπνική άπνοια, άσθμα, οστεοαρθρίτιδα, γαστρο-οισοφαγική παλινδρόμηση οφελούνται με ελάττωση του σωματικού τους βάρους κατά 7-11%, 7-8%, ≥10%, ≥10%, αντίστοιχα.